- ἀδείμαντος
- ᾰδείμαντος1 fearless, of Herakles
ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος N. 10.17
τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος N. 10.17
τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἀδείμαντος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείμαντος — fearless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδείμαντος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Γιος του Ωκύτη, ναύαρχος του Κορινθιακού στόλου την εποχή που ο Ξέρξης θέλησε να κατακτήσει την Ελλάδα. Όταν ο Θεμιστοκλής, έχοντας λάβει από τους Ευβοείς τριάντα τάλαντα για να ναυμαχήσει με τους Πέρσες έξω από την Εύβοια,… … Dictionary of Greek
Αδείμαντος — ο κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδειμάντω — ἀδείμαντος fearless masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδείμαντος fearless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείμαντον — ἀδείμαντος fearless masc/fem acc sg ἀδείμαντος fearless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АДИМАНТ — • Άδείμαντος, один из афинских адмиралов в битве при Эгоспотаме, в 405 г. до Р. X., где он будто бы показал себя изменником. Хеn. Hell. 2, 1, 30. Lys. Acib. 1, 38 … Реальный словарь классических древностей
ἀδειμάντοισι — ἀδείμαντος fearless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδειμάντου — Ἀδείμαντος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδειμάντου — ἀδείμαντος fearless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδειμάντω — Ἀδείμαντος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)